Anonymous

νώγαλα: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_21)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νώγᾰλα''': τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], ὡς τὰ [[τρωγάλια]], Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.
|lstext='''νώγᾰλα''': τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], ὡς τὰ [[τρωγάλια]], Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νώγαλα]], τὰ (Α)<br />ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν [[μετά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. [[τρωγάλια]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]). Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>λώγαλα</i> και συνδέεται με τη [[γλώσσα]] [[λώγη]] («[[καλάμη]] και [[συγκομιδή]] σίτου») δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]].
}}
}}