Anonymous

νωγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_22)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωγαλίζω''': τῷ προηγ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 5· - ὁ Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1. 7 μεταχειρίζεται ἀνώμαλον πρκμ. παθ. ἐνωγάλισται, περὶ οὗ ἴδε Meineke.
|lstext='''νωγαλίζω''': τῷ προηγ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 5· - ὁ Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1. 7 μεταχειρίζεται ἀνώμαλον πρκμ. παθ. ἐνωγάλισται, περὶ οὗ ἴδε Meineke.
}}
{{grml
|mltxt=νωγαλιζω (Α) [[νώγαλα]]<br />[[νωγαλεύω]].
}}
}}