Anonymous

νοσεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_20)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσεύομαι''': παθ., νοσῶ, εἶμαι [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]], ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.
|lstext='''νοσεύομαι''': παθ., νοσῶ, εἶμαι [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]], ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσεύομαι]] (ΑΜ) [[νόσος]]<br />[[είμαι]] [[άρρωστος]], [[νοσώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ρούχο]]) μολύνομαι από [[αρρώστια]].
}}
}}