Anonymous

νυμφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit la fiancée à son époux.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui conduit la fiancée à son époux.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ἄγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυμφαγωγός]], -όν (ΑΜ)<br />αυτός που οδηγεί τη [[νύφη]] από το πατρικό [[σπίτι]] στο [[σπίτι]] ή στην [[πατρίδα]] του γαμπρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει τη [[νύφη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, [[προξενητής]]<br /><b>3.</b> [[παράνυμφος]], [[κουμπάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
}}