3,274,917
edits
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’un jaune d’or.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ξανθός]]. | |btext=ή, όν :<br />d’un jaune d’or.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ξανθός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξουθός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται [[γρήγορα]], [[ταχύς]], [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) αυτός που βομβεί, που βουίζει<br /><b>3.</b> (για ωδικό [[πτηνό]]) αυτός που κελαηδά, που έχει [[φωνή]] με τρίλιες<br /><b>4.</b> (για [[φωνή]] ή [[βόμβο]]) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]]<br /><b>5.</b> [[πυρρόξανθος]], [[κιτρινωπός]], [[χρυσοκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ξουθός]], ποιητική, αμφίβολης σημ. και ετυμολ., αποδίδεται ως επίθ. [[κυρίως]] στις μέλισσες και σε πτηνά, όπως [[είναι]] το [[αηδόνι]], η αλκυόνη, ο [[ιππαλεκτρυών]] κ.ά. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι αγνοούσαν την αυθεντική σημ. της. Το [[λεξικό]] [[Σούδα]] δίνει τα [[εξής]] ερμηνεύματα: «[[λεπτόν]], καπυρόν, ἀργυροῦν, ξανθόν, καλόν, [[πυκνόν]], ὀξύ, [[ταχύ]]». Αντίστοιχα, η λ. έχει μεταφραστεί ως «[[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[ζωηρός]], [[οξύς]], [[ηχηρός]], [[κιτρινωπός]]». Κατά μία [[άποψη]], η αυθεντική σημ. της [[είναι]] «[[ζωντανός]], [[ζωηρός]]», απ' όπου η σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]», ενώ η σημ. «[[χρυσοκίτρινος]], [[κιτρινωπός]]» οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] της με το επίθ. [[ξανθός]]. Η [[μαρτυρία]] όμως της λ. στη Μυκηναϊκή ως ανθρωπωνυμίου και ως ονόματος βοδιού οδήγησε στο να θεωρηθεί ([[κατά]] τη δεύτερη [[χιλιετηρίδα]]) επίθ. δηλωτικό χρώματος, «[[κιτρινωπός]], [[ξανθός]]», [[άποψη]] αρκετά πιθανή. Η [[αναγνώριση]] στο «[[ξουθός]] [[ἱππαλεκτρυών]]» της σημ. «[[λαμπρός]], [[μεγαλεπίβολος]], [[μεγαλόπρεπος]]» συνδυάζει την [[έννοια]] του φοβερού με την [[έννοια]] του λαμπερού, ενώ κατ' άλλους η λ. δηλώνει τον διαπεραστικό θόρυβο και συγκεκριμένα τον [[βόμβο]] της μέλισσας, το [[τρίλισμα]] του αηδονιού κ.λπ. Από ετυμολογική [[άποψη]], η [[σύνδεση]] της με το επίθ. [[ξανθός]] δεν φαίνεται πειστική. Τέλος, έχει υποστηριχθεί και ότι η λ. [[ξουθός]], όπως και τα ρ. [[ξαίνω]], <i>ξέω</i>, <i>ξύω</i> ανάγονται στο πρωτο-ινδοευρωπαϊκό [[υπόστρωμα]]]. | |||
}} | }} |