3,277,286
edits
(6_7) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27. | |lstext='''ξηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξηρώδης]], -ῶδες (Α) [[ξηρός]]<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] του ξηρού, που έχει [[ξηρότητα]]. | |||
}} | }} |