Anonymous

ξηρόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_17)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρόφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.
|lstext='''ξηρόφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Μ [[ξηρόφλοιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[ξηρόφλοιος]] και <i>το ξηρόφλοιο</i><br /><b>βοτ.</b> το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο [[τμήμα]] του φλοιού τών [[φυτών]], αλλ. [[ρυτίδωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.
}}
}}