3,276,932
edits
(6_11) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν˙ ἡ -κή, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) [[στυπτικός]], Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.˙ ξυστικὴ [[σύνοδος]], [[συνέλευσις]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10. | |lstext='''ξυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν˙ ἡ -κή, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) [[στυπτικός]], Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.˙ ξυστικὴ [[σύνοδος]], [[συνέλευσις]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστικός]], -ή, -όν) [[ξυστός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξύση]], στο [[ξύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ξύνει («ξυστικό [[εργαλείο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυστικά</i>- η [[αμοιβή]] του [[εργάτη]] για την [[ξύση]], την [[απόξεση]], το [[πλάνισμα]], τη [[στίλβωση]] που έκανε<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυστικόν</i>- στυπτικό [[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζεται στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ξυστικός]]<br />ο [[αθλητής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ξυστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του ξυσίματος ή του στιλβώματος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ξυστικὴ [[σύνοδος]]» — [[συνέλευση]] τών αθλητών στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο, αθλητική [[εταιρεία]]. | |||
}} | }} |