Anonymous

ὀβολίας: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_12)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβολίας''': ἴδε [[ὀβελίας]].
|lstext='''ὀβολίας''': ἴδε [[ὀβελίας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβολίας]], ὁ (Α)<br />(δ. τ. του [[ὀβελίας]])<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο σε [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που πουλιέται έναν οβολό («[[ὀβολίας]] ἄρτους», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}