Anonymous

ξυλοφόριος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_17)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.
|lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοφόριος]], -ον (Α) [[ξυλοφόρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξυλοφορία]], στην [[προσφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυλοφόρια</i><br />η [[εορτή]] τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, [[κατά]] την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για [[κατασκευή]] σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}