Anonymous

ὀδαξητικός: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδαξητικός''': -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», [[Πολυδ]]. Β, 110.
|lstext='''ὀδαξητικός''': -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», [[Πολυδ]]. Β, 110.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κιν</i>-<i>ητικός</i>)].
}}
}}