Anonymous

ὀδονταλγία: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_10)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, [[Πολυδ]]. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
|lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, [[Πολυδ]]. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀδονταλγία]]) [[οδονταλγώ]]<br />[[πόνος]] οδοντικής προέλευσης, [[πονόδοντος]].
}}
}}