3,277,048
edits
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite broche à rôtir;<br /><b>2</b> monnaie de fer <i>ou</i> de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite broche à rôtir;<br /><b>2</b> monnaie de fer <i>ou</i> de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίσκος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[οβελός]] («[[φέρε]] τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' [[ἀναπείρω]] τὰς κίχλας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το οξύ [[άκρο]] [[κάθε]] αντικειμένου που έχει [[σχήμα]] παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῡτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[κωνικός]] [[τετράεδρος]] [[μονολιθικός]] [[κίονας]] που καταλήγει σε πυραμοειδή [[αιχμή]] και ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό [[σύστημα]], [[συνήθως]] αυτόματης λειτουργίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο ή χάλκινο [[νόμισμα]] που κατέληγε σε οξύ [[άκρο]] ή εικόνιζε [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] θύρας, μεγάλο [[δοκάρι]] που έκλεινε την πόρτα<br /><b>4.</b> [[οχετός]] για [[αποχέτευση]] υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῑς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>]. | |||
}} | }} |