Anonymous

ὀδαγμός: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_14)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδαγμός''': ὁ, (ὀδάξομαι) [[κνησμός]], [[ἐρεθισμός]]: οὕτω γράφεται ἡ [[λέξις]] ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, [[ἔνθα]] νῦν [[ἀδαγμός]].
|lstext='''ὀδαγμός''': ὁ, (ὀδάξομαι) [[κνησμός]], [[ἐρεθισμός]]: οὕτω γράφεται ἡ [[λέξις]] ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, [[ἔνθα]] νῦν [[ἀδαγμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)].
}}
}}