Anonymous

οἰκιστής: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰκιστής]]) [[οικίζω]]<br />αυτός που οικίζει έναν [[τόπο]] με εποίκους, [[ιδρυτής]] πόλεως ή αποικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκισταί</i><br />(στη [[Ρώμη]]) οι [[τρεις]] άρχοντες, η [[τριανδρία]] που επιστατούσαν σε [[αποικία]].
}}
}}