Anonymous

οἰνογεύστης: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_19)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ τῆς γεύσεως δοκιμάζων τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου, μεταγεν., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
|lstext='''οἰνογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ τῆς γεύσεως δοκιμάζων τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου, μεταγεν., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰνογεύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[σωλήνας]] ο [[οποίος]] εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για [[παραλαβή]] μικρής ποσότητας για [[δειγματοληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτομο]] που δοκιμάζει με τη [[γεύση]] την [[ποιότητα]] του κρασιού, [[δοκιμαστής]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[γεύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[γεύστης]].
}}
}}