Anonymous

οἰνοπίπης: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_3)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ χαίνων πρὸς τὸν [[οἶνον]], στρέφων τὰ βλέμματά του πρὸς τὸν [[οἶνον]], κωμ. [[λέξις]] σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ γυναικ-, παιδ-, παρθενοπίπης· ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.)· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν οἰνοπότιδας.
|lstext='''οἰνοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ χαίνων πρὸς τὸν [[οἶνον]], στρέφων τὰ βλέμματά του πρὸς τὸν [[οἶνον]], κωμ. [[λέξις]] σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ γυναικ-, παιδ-, παρθενοπίπης· ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.)· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν οἰνοπότιδας.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνοπίπης]], ὁ (Α)<br />(κωμ. λ. που σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[παρθενοπίπης]]) αυτός που στρέφει τα βλέμματα, που χάσκει στη θέα του κρασιού, αυτός που επιθυμεί πολύ το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπίπης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[παρακολουθώ]], [[παραμονεύω]]»), [[κατά]] το [[παρθενοπίπης]].
}}
}}