Anonymous

οἰνόπεδος: Difference between revisions

From LSJ
28
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πέδον]]): consisting of [[wine]]-[[land]], [[wine]]-[[yielding]]; subst., [[οἰνόπεδον]], [[vineyard]], Il. 9.579.
|auten=([[πέδον]]): consisting of [[wine]]-[[land]], [[wine]]-[[yielding]]; subst., [[οἰνόπεδον]], [[vineyard]], Il. 9.579.
}}
{{grml
|mltxt=[[οινόπεδος]], -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] κατάλληλο για [[παραγωγή]] οίνου, αυτός που έχει [[χώρα]] αμπελοφόρο, οινοφόρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει άφθονο οίνο<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) <i>ἡ οἰνοπέδη</i> και τὸ <i>οἰνόπεδον</i><br />[[αμπελοφόρος]] γη, [[αμπελότοπος]], [[αμπελώνας]] (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.<br />β. «[[οἷος]] πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοινικό</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
}}