3,276,901
edits
(6_9) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ. | |lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»). | |||
}} | }} |