Anonymous

ὀλεσήνωρ: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui perd les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui perd les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[ἀνήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλεσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />(σχετικά με [[ψευδορκία]]) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσ</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὤλεσα</i>, <i>ἀπόλεσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}