Anonymous

ὀλεσίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλεσίμβροτος''': -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.
|lstext='''ὀλεσίμβροτος''': -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλεσίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λησί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}