Anonymous

ὀλίγαιμος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλίγαιμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον [[αἷμα]], Ἱππ. 278. 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὀλιγαιμότατον ὁ [[χαμαιλέων]] [[αὐτόθι]] 4. 11, 21.
|lstext='''ὀλίγαιμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον [[αἷμα]], Ἱππ. 278. 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὀλιγαιμότατον ὁ [[χαμαιλέων]] [[αὐτόθι]] 4. 11, 21.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ολιγόαιμος]], -η, -ο (Α [[ὀλίγαιμος]] και [[ὀλιγόαιμος]], -ον)<br />αυτός που πάσχει από [[ολιγαιμία]], αυτός που παρουσιάζει ποσοτική [[ανεπάρκεια]] αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>αιμος</i>].
}}
}}