Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλιγόβιος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόβιος''': -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, [[βραχύβιος]], - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ.
|lstext='''ὀλῐγόβιος''': -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, [[βραχύβιος]], - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόβιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ζει [[λίγα]] [[χρόνια]], που έχει βραχύ βίο, [[βραχύβιος]], [[ολιγόζωος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγόβιον</i><br />η [[βραχύτητα]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]], <b>πρβλ.</b> <i>βραχύ</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}