Anonymous

ὀλιγαρχία: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />oligarchie, gouvernement exercé par un petit nombre de personnes <i>ou</i> de familles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />oligarchie, gouvernement exercé par un petit nombre de personnes <i>ou</i> de familles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγαρχία]] και ὀλιαρχία, ιων. τ. ὀλιγαρχίη)<br />[[μορφή]] πολιτεύματος [[κατά]] το οποίο η [[εξουσία]] ασκείται από μια [[τάξη]] λίγων ανθρώπων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυριαρχία]] τών ισχυρών του πλούτου, [[πλουτοκρατία]]<br /><b>2.</b> καταχρηστική [[άσκηση]] της εξουσίας από μια μικρή [[ομάδα]] ατόμων τα οποία αποβλέπουν [[κυρίως]] στο προσωπικό [[συμφέρον]] τους, [[μέσα]] στα πλαίσια μιας κυβέρνησης ή μιας ένωσης ή ενός συνδέσμου προσώπων, [[είτε]] πρόκειται για την Εκκλησία [[είτε]] για εργατικό [[συνδικάτο]] [[είτε]] και για [[άλλη]] [[οργάνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) το αριστοκρατικό [[πολίτευμα]], η [[αριστοκρατία]]<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] τών τετρακοσίων στην αρχαία Αθήνα<br /><b>3.</b> η [[εποχή]] τών [[τριάκοντα]] τυράννων στην αρχαία Αθήνα<br /><b>4.</b> [[προσωποποίηση]] του ολιγαρχικού πολιτεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> [[κατά]] το [[μοναρχία]].
}}
}}