Anonymous

ὀκρυόεις: Difference between revisions

From LSJ
28
(Autenrieth)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εσσα, εν ([[κρύος]]): chilling, [[horrible]], Il. 9.64 and Il. 6.344.
|auten=εσσα, εν ([[κρύος]]): chilling, [[horrible]], Il. 9.64 and Il. 6.344.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[ψυχρός]], [[παγερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]] («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από [[κακό]] χωρισμό τών λέξεων στη φρ. <i>ἐπιδημίοο κρυόεντος</i>, στίχου της Ιλ. Ο τ. πιθ. σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της ομόηχης λ. [[ὀκριόεις]].
}}
}}