Anonymous

ὁλκαῖος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκαῖος''': -α, -ον, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) ὁ συρόμενος, ῥυμουλκούμενος, ἐπὶ πλοίου (πρβλ. [[ὁλκάς]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1314, Νικ. Θ. 268· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ συρόμενος, ἕρπων, ἐπὶ ὄφεων, [[αὐτόθι]] 118, 163· κακὰ Λυκόφρ. 216. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὁλκαία]], Ἰων. ὁλκαίη, ἡ, [[οὐρά]], ὡς ἑλκομένη, συρομένη, Νικ. Θ. 123, 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] [[ἀλκαία]]). 2) ὁλκαῖον, τό, ἴδε ἐν λ. [[ὁλκεῖον]].
|lstext='''ὁλκαῖος''': -α, -ον, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) ὁ συρόμενος, ῥυμουλκούμενος, ἐπὶ πλοίου (πρβλ. [[ὁλκάς]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1314, Νικ. Θ. 268· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ συρόμενος, ἕρπων, ἐπὶ ὄφεων, [[αὐτόθι]] 118, 163· κακὰ Λυκόφρ. 216. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὁλκαία]], Ἰων. ὁλκαίη, ἡ, [[οὐρά]], ὡς ἑλκομένη, συρομένη, Νικ. Θ. 123, 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] [[ἀλκαία]]). 2) ὁλκαῖον, τό, ἴδε ἐν λ. [[ὁλκεῖον]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ὁλκαία]], -<i>αίη</i><br />η [[ουρά]] του λιονταριού, [[επειδή]] σύρεται<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁλκαῑον</i><br />α) [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. [[ολκείον]]<br />β) η [[πρύμνη]] του πλοίου.
}}
}}