Anonymous

ὀλιγηπελέων: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_20)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγηπελέων''': ουσα, ([[πέλομαι]]) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ [[ἔμπης]] Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω.
|lstext='''ὀλῐγηπελέων''': ουσα, ([[πέλομαι]]) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ [[ἔμπης]] Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγηπελέων]], -ουσα (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενής]], [[λιπόθυμος]] («ὁ δ' ἄρ [[ἄπνευστος]] καὶ [[ἄναυδος]] κεῑτ' [[ὀλιγηπελέων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλιγηπελής]] για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[δυσμενής]]: <i>δυσμενέοντες</i>, [[ὀλιγοδρανής]]: [[ὀλιγοδρανέων]])].
}}
}}