3,271,364
edits
(6_20) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγηπελέων''': ουσα, ([[πέλομαι]]) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ [[ἔμπης]] Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω. | |lstext='''ὀλῐγηπελέων''': ουσα, ([[πέλομαι]]) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ [[ἔμπης]] Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγηπελέων]], -ουσα (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενής]], [[λιπόθυμος]] («ὁ δ' ἄρ [[ἄπνευστος]] καὶ [[ἄναυδος]] κεῑτ' [[ὀλιγηπελέων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλιγηπελής]] για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[δυσμενής]]: <i>δυσμενέοντες</i>, [[ὀλιγοδρανής]]: [[ὀλιγοδρανέων]])]. | |||
}} | }} |