Anonymous

ὀλιγόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων μικράν, ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 43.
|lstext='''ὀλῐγόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων μικράν, ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδύναμη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}