Anonymous

ὁλοσχερής: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />entier, complet, accompli.<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχεῖν]].
|btext=ής, ές :<br />entier, complet, accompli.<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλοσχερής]], -ές)<br />[[ολοκληρωτικός]], [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], [[εντελής]], [[τέλειος]] («[[ολοσχερής]] [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]], [[γενικός]], [[εκτεταμένος]], [[σπουδαίος]], [[μεγάλος]] («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν [[γενέσθαι]] τὴν συμπλοκήν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόλυτος]] («ὁλοσχερὴς [[ἐξουσία]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές («ὁλοσχερεῑ λόγῳ», Πλωτ.)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλοσχερές</i><br />χονδρικώς, με γενικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοσχερώς</i> (ΑΜ ὁλοσχερώς)<br />ολοκληρωτικά, [[τελείως]], εντελώς, [[κατά]] [[κράτος]] («τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβαλεῑν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλα τεμάχια («ὁλοσχερῶς συνθλάσαι», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> με γενικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχερός]] / <i>σχερόν</i> «[[συνέχεια]], [[σειρά]], [[ακολουθία]]», τ. που [[πρέπει]] να συνδέεται με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. <i>ἔχω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ηκα</i>), <b>βλ.</b> και [[επισχερώ]]].
}}
}}