Anonymous

ὀλύρινος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_10)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλύρινος]], -η, -ον (Α) [[όλυρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («[[ἄρτος]] [[ὀλύρινος]]», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}