3,277,114
edits
(6_10) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε. | |lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλύρινος]], -η, -ον (Α) [[όλυρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («[[ἄρτος]] [[ὀλύρινος]]», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |