Anonymous

ὀλιγόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόσπερμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον [[σπέρμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57.
|lstext='''ὀλῐγόσπερμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον [[σπέρμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57.
}}
{{grml
|mltxt=και [[λιγόσπερμος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόσπερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ή παράγει λίγο [[σπέρμα]] («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ πληθ. ως ουσ.) <i>τα ολιγόσπερμα</i><br />φυτά που περιέχουν ή παράγουν [[λίγα]] σπέρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]])].
}}
}}