3,277,226
edits
(6_7) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[ὀμιχλώδης]] και [[ὁμιχλώδης]], -ῶδες) [[ομίχλη]]<br />[[γεμάτος]] [[ομίχλη]] («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους [[διαφερόντως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ομιχλώδης]] [[έρημος]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της χέρσου που καλύπτεται από [[ομίχλη]] [[κατά]] τη μεγαλύτερη [[διάρκεια]] του έτους [[αλλά]] δέχεται ελάχιστες ή [[καθόλου]] βροχοπτώσεις. | |||
}} | }} |