Anonymous

ὁμόζηλος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, [[μετὰ]] τινος, Φίλων 1. 146.
|lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, [[μετὰ]] τινος, Φίλων 1. 146.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>)].
}}
}}