Anonymous

ὁμόηχος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόηχος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
|lstext='''ὁμόηχος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόηχος]], -ον)<br />αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦχος]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>ηχος</i>)].
}}
}}