3,277,759
edits
(6_11) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ὁμοιοῦν, εἰς τὴν ὁμοίωσιν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 250· οὐσιαστ., ἡ ὁμοιωτική (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ποιεῖν τι ὅμοιον πρὸς ἕτερον ἢ ἀντιγράφειν τι, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 126. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 40, κτλ. | |lstext='''ὁμοιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ὁμοιοῦν, εἰς τὴν ὁμοίωσιν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 250· οὐσιαστ., ἡ ὁμοιωτική (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ποιεῖν τι ὅμοιον πρὸς ἕτερον ἢ ἀντιγράφειν τι, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 126. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 40, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοιωτικός]], -ή, -όν (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομοιότητα]] ή στην [[ομοίωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ζωγράφος]] ή [[αγαλματοποιός]]<br /><b>4.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[ονομασία]] τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁμοιωτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατασκευής ομοίων, η [[τέχνη]] της αντιγραφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωτικῶς</i> (Α)<br />με ομοιωτικό τρόπο. | |||
}} | }} |