3,277,719
edits
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> favorise la concorde.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμονοέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> favorise la concorde.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμονοέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμονοητικός]], -ή, -όν (Α) [[ομονοώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ομόνοια]], αυτός που επιφέρει [[αρμονία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμονοητικόν</i><br />[[ομόνοια]], [[αρμονία]], [[σύμπνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμονοητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο που συμβάλλει στην [[ομόνοια]], που επιφέρει [[σύμπνοια]] («ὁμονοητικῶς λέγειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται [[κανείς]] σε [[σύμπνοια]] με κάποιον. | |||
}} | }} |