Anonymous

ὁμοκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοκέλευθος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
|lstext='''ὁμοκέλευθος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, [[συνταξιδιώτης]], [[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]]»].
}}
}}