Anonymous

ὁμόχρονος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contemporain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />contemporain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χρονος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>].
}}
}}