Anonymous

ὀμφάκιον: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_3)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφάκιον''': [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «[[ὀμφάκιον]], ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς [[μήπω]] περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· [[ὡσαύτως]], [[ἔλαιον]] λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.<br />ΙΙ. = [[ὄμφαξ]] ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, [[εἶναι]] πιθανῶς [[γλώσσημα]]).
|lstext='''ὀμφάκιον''': [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «[[ὀμφάκιον]], ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς [[μήπω]] περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· [[ὡσαύτως]], [[ἔλαιον]] λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.<br />ΙΙ. = [[ὄμφαξ]] ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, [[εἶναι]] πιθανῶς [[γλώσσημα]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμφάκιον]], τὸ (Α) [[όμφαξ]]<br /><b>1.</b> [[χυμός]] άγουρων σταφυλιών<br /><b>2.</b> [[έλαιο]] που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀμφάκια</i><br />οι σκληροί μαστοί μικρής σε [[ηλικία]] κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῡ στέρνου», Αρισταίν.).
}}
}}