Anonymous

ὁμόχωρος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόχωρος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ [[πλησιόχωρος]], [[γείτων]]. - Ὁ [[τύπος]] ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.
|lstext='''ὁμόχωρος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ [[πλησιόχωρος]], [[γείτων]]. - Ὁ [[τύπος]] ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και ὁμοχώριος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-<i>χώριος</i>].
}}
}}