3,277,055
edits
(6_18) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοτέρμων''': -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, [[ὅμορος]], [[μήτε]] γείτονος [[μήτε]] ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F. | |lstext='''ὁμοτέρμων''': -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, [[ὅμορος]], [[μήτε]] γείτονος [[μήτε]] ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])]. | |||
}} | }} |