Anonymous

ὀνήϊστος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />v. *[[ὄνειος]]².
|btext=η, ον :<br />v. *[[ὄνειος]]².
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνήϊστος]], -ίστη -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» — η πιο αποτελεσματική [[θεραπεία]] της υδρωπικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>όνειος</i> (ΙΙ)].
}}
}}