Anonymous

ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ
29
(Autenrieth)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=to be named, w. neg., of a [[name]] [[not]] to be uttered [[for]] the illomen it contains. (Od.)
|auten=to be named, w. neg., of a [[name]] [[not]] to be uttered [[for]] the illomen it contains. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνομαστός]] και ιων. τ. [[οὐνομαστός]] και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) [[ονομάζω]]<br />αυτός που το όνομά του [[είναι]] γνωστό, αυτός που έχει [[φήμη]], φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[άξιος]] να ονομάζεται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνομαστά</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.
}}
}}