Anonymous

ὀνοειδής: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369.
|lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοειδής]], -ές (Α) [[όνος]]<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνο. Επίρ. <i>ὀνοειδῶς</i> (Α)<br />σαν όνος, σαν γαϊδούρι.
}}
}}