Anonymous

ὀξυηχής: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_7)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυηχής''': -ές, ὁ [[ὀξέως]] ἠχῶν, ἐπὶ φωνῆς ὀξείας, Φιλόστρ. 489· ὀξύηχος, ον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 97.
|lstext='''ὀξυηχής''': -ές, ὁ [[ὀξέως]] ἠχῶν, ἐπὶ φωνῆς ὀξείας, Φιλόστρ. 489· ὀξύηχος, ον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυηχής]], -ές (Α)<br />[[οξύηχος]], αυτός που ηχεί [[οξέως]], που έχει [[οξεία]] [[φωνή]], [[οξύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦχος]]), πβλ. <i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>].
}}
}}