Anonymous

ὀξύπους: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[ὀξύπους]], -ουν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει [[μικρόσωμα]] είδη του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βαδίζει [[γρήγορα]], [[ταχύπους]], [[γοργοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύπους]])].
}}
}}