Anonymous

ὀπτικός: Difference between revisions

From LSJ
13,742 bytes added ,  29 September 2017
29
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὅρασιν, αἱ ὀπτ. ἀκτῖνες Εὐστ. Πονημάτ. 95. 6· τὰ ὀπτικά, ἡ [[θεωρία]] τῶν νόμων τῆς ὁράσεως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 9 κλ.· [[οὕτως]], ἡ ὀπτικὴ (δηλ. [[θεωρία]]), [[αὐτόθι]] 2. 2, 2, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 9, 4. ― Ἐπίρρ. ὀπτικῶς Γαλην. τ. 12, σ. 290. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτίῳ: «ὀψείοντες· ὀπτικῶς ἔχοντες».
|lstext='''ὀπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὅρασιν, αἱ ὀπτ. ἀκτῖνες Εὐστ. Πονημάτ. 95. 6· τὰ ὀπτικά, ἡ [[θεωρία]] τῶν νόμων τῆς ὁράσεως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 9 κλ.· [[οὕτως]], ἡ ὀπτικὴ (δηλ. [[θεωρία]]), [[αὐτόθι]] 2. 2, 2, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 9, 4. ― Ἐπίρρ. ὀπτικῶς Γαλην. τ. 12, σ. 290. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτίῳ: «ὀψείοντες· ὀπτικῶς ἔχοντες».
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό [[πεδίο]]» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο της όρασης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[οπτική]]<br />α) <b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της φυσικής που μελετά την [[παραγωγή]] και τη [[διάδοση]] του φωτός, τις μεταβολές που αυτό υφίσταται ή προκαλεί, [[καθώς]] και άλλα [[συναφή]] φαινόμενα (α. «[[φυσική]] [[οπτική]]» — [[μείζων]] [[κλάδος]] της οπτικής που μελετά [[κυρίως]] τη [[φύση]] και τις ιδιότητες του φωτός<br />β. «[[γεωμετρική]] [[οπτική]]» — ο [[δεύτερος]] [[μείζων]] [[κλάδος]] της οπτικής που μελετά τους νόμους οι οποίοι διέπουν τον σχηματισμό ειδώλων από φακούς, κάτοπτρα και άλλες συσκευές που χρησιμοποιούν το φως και με [[βάση]] τους οποίους ερμηνεύεται ο [[μηχανισμός]] της όρασης και επεξεργάζεται τα οπτικά δεδομένα, δηλ. του πληροφοριακού περιεχομένου τών ειδώλων που σχηματίζονται από συνεκτικά οπτικά συστήματα<br />β) <b>ιατρ.</b> [[τομέας]] της φυσιολογίας που ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών φαινομένων της όρασης<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[οπτικός]]<br />α) [[ειδικός]] [[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[κατασκευή]] κατάλληλων για την [[ενίσχυση]] ή την [[αποκατάσταση]] της όρασης οργάνων, όπως [[είναι]] οι φακοί, τα ματογυάλια, οι διόπτρες κ.ά.<br />β) [[ειδικός]] που διαθέτει ή επισκευάζει όργανα [[κατάλληλα]] για την [[ενίσχυση]] της όρασης<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οπτικό</i><br />[[τμήμα]] φάρου ή προβολέα που ανακλά τις φωτεινές ακτίνες [[προς]] μια ορισμένη [[κατεύθυνση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οπτική]] [[ακτίνα]]»<br /><b>αστρον.</b> η νοητή [[γραμμή]] που συνδέει έναν αστέρα με το [[μάτι]] του παρατηρητή<br />β) «[[οπτική]] [[αντίδραση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[ένταση]] και [[διάρκεια]] τών οπτικών ερεθισμάτων<br />γ) «[[οπτική]] [[απάτη]]» — εσφαλμένη [[εντύπωση]] του αισθητηρίου της όρασης σε ό,τι αφορά την [[απόσταση]], τη [[μορφή]], τις διαστάσεις και το [[χρώμα]] τών σωμάτων και τών επίπεδων σχημάτων<br />δ) «[[οπτική]] [[γωνία]]»<br />i) <b>φυσ.</b> η [[γωνία]] που σχηματίζεται από τα νοητά ευθύγραμμα τμήματα που σχηματίζονται από τις οπτικές ακτίνες οι οποίες αναχωρούν από το [[μάτι]] ενός παρατηρητή και καταλήγουν στα [[άκρα]] μιας από τις διαστάσεις του, αλλ. φαινομένη [[διάμετρος]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] θεώρησης μιας ενέργειας, μιας κατάστασης ή ενός φαινομένου<br />ε) «[[οπτική]] [[δέσμη]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[σύνολο]] τών φωτεινών ακτίνων που κατευθύνονται από τον οφθαλμό του παρατηρητή [[προς]] το [[σύνολο]] τών σημείων της περιμέτρου του παρατηρούμενου αντικειμένου, αλλ. [[οπτικός]] [[κώνος]]<br />στ) «[[οπτική]] [[διαδρομή]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[άθροισμα]] τών γινομένων τών διαφόρων μηκών τα οποία διατρέχει το φως επί τους αντίστοιχους απόλυτους δείκτες διαθλάσεως, αλλ. οπτικό [[μήκος]]<br />ζ) «[[οπτική]] [[πυκνότητα]]»<br /><b>(φωτογρ.)</b> ο [[δεκαδικός]] [[λογάριθμος]] του αντιστρόφου της διαφάνειας, [[δηλαδή]] του ποσοστού του φωτός που διέρχεται από μια [[περιοχή]] της εξεταζόμενης φωτογραφικής πλάκας<br />η) «[[οπτική]] [[ψευδαίσθηση]]» — θεμελιώδες [[σύμπτωμα]] [[κατά]] το οποίο ο πάσχων αντιλαμβάνεται οπτικώς φαινόμενα ή αντικείμενα που δεν υπάρχουν<br />θ) «[[οπτική]] [[τεχνολογία]]» — [[κλάδος]] της τεχνολογίας που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την [[κατασκευή]] και τον έλεγχο τών οπτικών διατάξεων ή οργάνων<br />ι) «οπτικά όργανα»<br /><b>φυσ.</b> i) συστήματα για την [[προβολή]] μιας φωτεινής δέσμης [[προς]] μια επιθυμητή [[κατεύθυνση]], όπως [[είναι]] λ.χ. οι προβολείς και οι φάροι<br />ii) βοηθητικές διατάξεις για την [[ενίσχυση]] της όρασης, όπως [[είναι]] λ.χ. τα ματογυάλια, οι διόπτρες, τα τηλεσκόπια, τα μικροσκόπια κ.ά.<br />iii) οι συσκευές οπτικής καταγραφής, όπως [[είναι]] λ.χ. οι [[εικονολήπτες]], κν. κάμερες, δηλ. συσκευές λήψης κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών εικόνων, και οι φωτογραφικές μηχανές<br />iv) συσκευές για τη [[μεταφορά]] και [[απεικόνιση]] μιας πληροφορίας, όπως [[είναι]] λ.χ. οι μηχανές κινηματογραφικής προβολής, τα τηλεοπτικά συστήματα, και τα πλανητάρια<br />v) διατάξεις μετρήσεων, όπως [[είναι]] λ.χ. τα τηλέμετρα<br />vi) συσκευές για τη [[μέτρηση]] και [[ανάλυση]] του φωτός, όπως [[είναι]] τα φωτόμετρα, τα χρωματόμετρα και τα φασματοσκόπια<br />νii) ανιχνευτές αόρατης ακτινοβολίας, όπως [[είναι]] οι συσκευές που ανιχνεύουν την υπέρυθρη ή την υπεριώδη [[ακτινοβολία]]<br />ια) «[[οπτική]] [[χάραξη]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μέθοδος]] χάραξης που χρησιμοποιείται στη [[βιομηχανία]] για την [[κοπή]] ελασμάτων και [[κατά]] την οποία το [[σχέδιο]] του [[προς]] κοπήν τεμαχίου προβάλλεται [[πάνω]] στο [[έλασμα]] σε [[φυσικό]] [[μέγεθος]] και η [[κοπή]] γίνεται [[πάνω]] στο φωτεινό [[ίχνος]] του σχεδίου<br />ιβ) «οπτικό [[κέντρο]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[σημείο]] του κύριου άξονα ενός φακού για το οποίο [[κάθε]] φωτεινή [[ακτίνα]] που διέρχεται από αυτό εξέρχεται, [[αφού]] διασχίσει τον φακό, παράλληλα [[προς]] την προσπίπτουσα [[ακτίνα]]<br />ιγ) «οπτικές ταινίες»<br /><b>ανατ.</b> χιαστές και αχίαστες νευρικές ίνες που αρχίζουν από το οπτικό [[χίασμα]] και καταλήγουν στο [[προσκεφάλαιο]] του οπτικού θαλάμου, στο έξω γονατώδες [[σώμα]] και στα πρόσθια [[διδύμια]]<br />ιδ) «[[οπτική]] [[θηλή]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[σημείο]] της εισόδου του οπτικού νεύρου στον οφθαλμικό βολβό<br />ιε) «οπτικό [[αίσθημα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) το [[αίσθημα]] που δημιουργείται από το [[ερέθισμα]] του αισθητήριου οργάνου της όρασης<br />ιστ) «οπτικό [[νεύρο]]» — διφυές [[νεύρο]] που αρχίζει από την [[οπτική]] [[θηλή]], όπου σχηματίζεται από τη [[συρροή]] τών νευριτών τών γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς, πορεύεται στο [[κέντρο]] του οφθαλμικού κόγχου και, περνώντας από το οπτικό [[τρήμα]], καταλήγει στο οπτικό [[χίασμα]]<br />ιζ) «οπτικοί θάλαμοι»<br /><b>ανατ.</b> δύο φαιά ωοειδή ογκώματα που βρίσκονται στον [[διάμεσο]] εγκέφαλο, συγκλίνουν στα πρόσθια [[άκρα]] του και αποτελούν αισθητικά κέντρα που μεταδίδουν στον φλοιό του εγκεφάλου τα ερεθίσματα που συγκεντρώνονται [[εκεί]] από την [[περιφέρεια]]<br />ιη) «οπτικό [[τρήμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[τρήμα]] του πρόσθιου κρανιακού βόθρου [[μέσα]] από το οποίο διέρχονται το οπτικό [[νεύρο]] και η οφθαλμική [[αρτηρία]]<br />ιθ) «οπτικό [[χίασμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]] στον οποίο καταλήγει καθένα από τα δύο οπτικά [[νεύρα]] και χιάζονται [[μερικώς]] οι ίνες που προέρχονται από το ρινικό [[ημιμόριο]] καθενός αμφιβληστροειδούς<br />κ) «[[οπτικός]] [[τηλέγραφος]]»<br /><b>(επικοιν.)</b> τηλεγραφικό [[σύστημα]] στο οποίο η [[συνεννόηση]] επιτυγχάνεται με την [[εκπομπή]] και τη [[λήψη]] φωτεινών σημείων<br />κα) «οπτικό [[πρότυπο]]»<br /><b>φυσ.</b> πυρηνικό [[πρότυπο]] σύμφωνα με το οποίο [[ένας]] [[ατομικός]] [[πυρήνας]] περιγράφεται ως [[νέφος]] κρυστάλλινων [[σφαιρών]]<br />κβ) «οπτικό [[ραντάρ]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνική]] εντοπισμού σημείων και μέτρησης αποστάσεων παρόμοια με την [[τεχνική]] του [[ραντάρ]], η οποία όμως χρησιμοποιεί ακτίνες [[λέιζερ]]<br />κγ) «[[οπτικός]] [[ενισχυτής]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται στη [[βιομηχανία]] για την [[ενίσχυση]] της όρασης [[κατά]] την [[εκτέλεση]] γενικών [[εργασιών]] συναρμολόγησης και ρύθμισης<br />κδ) «οπτικό [[φάσμα]]»<br /><b>φυσ.</b> το ορατό [[φάσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀπτικόν</i><br />α) το όργανο της όρασης, το [[μάτι]]<br />β) η [[δύναμη]] της όρασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δύναμη]] της όρασης<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ ὀπτική</i> και <i>τὰ ὀπτικά</i><br />η [[θεωρία]] του Αριστοτέλους σχετικά με τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί η όραση. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οπτικώς</i> και -ά (ΑΜ ὀπτικῶς)<br />με οπτικό τρόπο, από [[οπτική]] [[άποψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπτικώς ενεργό υλικό»<br /><b>φυσ.</b> υλικό που στρέφει το επίπεδο πόλωσης του φωτός όταν από αυτό διέλθει [[δέσμη]] πολωμένου φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]». Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>optic</i>, <i>optical</i>].
}}
}}