Anonymous

ὀπτάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_20)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπτάζομαι''': Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· [[οὕτως]], ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. [[αὐτόθι]], Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
|lstext='''ὀπτάζομαι''': Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· [[οὕτως]], ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. [[αὐτόθι]], Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπτάζομαι]] (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]<br />[[γίνομαι]] [[ορατός]], βλέπομαι («[[ὅστις]] ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).
}}
}}