Anonymous

ὀρείχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />orichalque <i>ou</i> laiton.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[χαλκός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />orichalque <i>ou</i> laiton.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[χαλκός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρείχαλκος]])<br />μεταλλικό [[κράμα]] χαλκού και ψευδαργύρου το οποίο έχει [[χρώμα]] κίτρινο, λευκοκίτρινο ή υπέρυθρο, επιδέχεται [[στίλβωση]] και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] διαφόρων σκευών, τεμαχίων μηχανών, όπλων και στη [[διακοσμητική]], αλλ. μπρούντζος ψευδαργύρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ορειχάλκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]]. Πρόκειται για προσδιοριστικό σύνθ., που έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών σύνθ. με β' συνθετικό έναν ρηματ. τ. (<b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[βάτης]] <b>κ.λπ.</b>). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>orichalcum</i> / <i>aurichalcum</i>) και στη [[συνέχεια]] οι ξένες γλώσσες. Η γρφ. της λ. και τών παραγώγων της (<b>πρβλ.</b> [[ορειχαλκίτης]]: <i>aurichalcite</i>) με -<i>au</i>- [[αντί]] -<i>ο</i>- οφείλεται στην παρετυμολ. [[σύνδεση]] με το λατ. <i>aurum</i> «[[χρυσός]]»].
}}
}}