3,253,886
edits
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεσχάς''': -άδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι. | |lstext='''ὀρεσχάς''': -άδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-]. | |||
}} | }} |